κόρα

κόρα
κόρα, κούρα (κόρα, -ᾳ, -αν; -οι, -ᾶν, -αισι: κούρα, -ας, -ᾳ, -αν; -αις.)
a daughter esp. unmarried daughter.

εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις O. 2.23

Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναίP. 4.103

μετὰ κόραισι Νηρῆος ἁλίαις O. 2.29

ἀρχᾶθεν Ἰαπετιονίδος φύτλας κοῦροι κορᾶν O. 9.56

κόραι Πιερίδες Διός O. 10.96

φαμὶ γὰρἘπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι” Libya P. 4.14 ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' ψέος εὐρυβία Cyrene P. 9.13

Ἀνταίου μέτα καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν P. 9.106

Λίβυς, ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα P. 9.117

Κάδμου κόραι P. 11.1

Δαρδανίδα κόραν Πριάμου Κασσάνδραν P. 11.19

Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κορᾶν N. 10.1

βαθύζωνοι κόραι χρυσοπέπλου Μναμοσύνας Muses I. 6.74 [κού[ρα] (supp. Reitzenstein i. e. Zeuxippe: κοῦ[ρος] Snell) fr. 51b.]

Λατοίδαν θαμινὰ Δελφῶν κόραι μελπόμεναι Pae. 6.16

Μναμοσύνᾳ κόραισί τ Muses Πα. 7B. 16.

κόρα μιγεῖσ' ὠκεανοῦ Μελία Pae. 9.43

Δωρίδος [πε]ντήκο[ντα κο]ύραις (supp. Lobel: i. e. Nereids) Θρ. 4. 5.
b unmarried girl ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν Koronis, pregnant by Apollo P. 3.39

Ματρί, τὰν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται P. 3.78

κούρας δ' ὁπόθεν γενεὰν ἐξερωτᾷςP. 9.43 μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν Kassandra P. 11.33 φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον the temple prostitutes of Aphrodite at Korinth fr. 122. 19. esp. of Pallas Athene,

πατρί τε κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ O. 7.43

κούρα Παλλὰς O. 13.65

Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.96


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κόρα — Κόρᾱ , Κόρα fem nom/voc/acc dual Κόρᾱ , Κόρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρα — κόρᾱ , κόρη girl fem nom/voc/acc dual (attic) κόρᾱ , κόρη girl fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόρᾳ — Κόραι , Κόρα fem nom/voc pl Κόρᾱͅ , Κόρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 30 Ιουνίου 1902. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,7, και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,4. Διεθνώς ονομάζεται Cora 504. * * * (I) κόρα …   Dictionary of Greek

  • κόρα — η η σκληρή πέτσα που περιβάλλει το ψωμί: Του αρέσει η κόρα του ψωμιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόρᾳ — κόραι , κόρη girl fem nom/voc pl (attic) κόρᾱͅ , κόρη girl fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόρας — Κόρᾱς , Κόρα fem acc pl Κόρᾱς , Κόρα fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόραι — Κόρα fem nom/voc pl Κόρᾱͅ , Κόρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόραν — Κόρᾱν , Κόρα fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρας — κόρᾱς , κόρη girl fem acc pl (attic) κόρᾱς , κόρη girl fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορᾶν — Κόρα fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”